ἀναπτύσσονται

ἀναπτύσσονται
ἀναπτύσσω
unfold
pres ind mp 3rd pl
ἀναπτύσσω
unfold
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… …   Dictionary of Greek

  • δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • μεσόφιλος — ο θηλ. και η βιολ. χαρακτηρισμός για μικρόβια που αναπτύσσονται σε μέση θερμοκρασία μεταξύ 25° και 37° C, σε διάκριση από τα βακτήρια που αναπτύσσονται κάτω από τους 20° C, δηλ. τα ψυχρόφιλα ή κρυόφιλα, ή εκείνα που αναπτύσσονται σε πάνω από 50°… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”